- ὠφέλησα
- ὠφελέωhelpaor ind act 1st sgὠφελέωhelpaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωφελώ — ωφέλησα, ωφελήθηκα, ωφελημένος 1. προξενώ ωφέλεια, εξυπηρετώ, είμαι ωφέλιμος, κάνω καλό: Τον ωφέλησε η αλλαγή κλίματος. 2. το μέσο, ωφελούμαι έχω όφελος, κερδίζω: Τίποτε δεν ωφελήθηκα απ αυτή τη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠφελησάσης — ὠφελησά̱σης , ὠφελέω help aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελήσας — ὠφελήσᾱς , ὠφελέω help aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελήσασα — ὠφελήσᾱσα , ὠφελέω help aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελήσασαν — ὠφελήσᾱσαν , ὠφελέω help aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελήσασι — ὠφελήσᾱσι , ὠφελέω help aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠφελήσασιν — ὠφελήσᾱσιν , ὠφελέω help aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωφελώ — ωφελώ, ωφέλησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής